ενηλικιότητα

ενηλικιότητα
[энэликиотита] ουσ θ совершеннолетие.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενηλικιότητα" в других словарях:

  • ενηλικιότητα — και ενηλικότητα, η η ιδιότητα τού ενηλίκου*, το να είναι κανείς ενήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενηλικιότητα < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek

  • ενηλικότητα — η ενηλικιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ενηλικότητα — ενηλικότητα, η και ενηλικιότητα, η το να είναι κάποιος ενήλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»